Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νέκες νεκροί

См. также в других словарях:

  • νέκες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) νεκροί. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νεκρός] …   Dictionary of Greek

  • nek̂- —     nek̂     English meaning: death, dying; dead person     Deutsche Übersetzung: “leibliche Todesvernichtung”     Material: O.Ind. nasyati, nasati “geht verloren, verschwindet, vergeht”, nüs a yati “makes disappear, richtet zugrunde”… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • νέκταρ — Σακχαρούχα ουσία που εκκρίνεται από ειδικά όργανα ή από αδενώδεις επιφάνειες (επιφανειακοί εκκριτικοί ιστοί) του φυτού, τα νεκτάρια, τα οποία βρίσκονται συνήθως στα άνθη, αλλά επίσης και σε άλλα φυτικά μόρια. Η παραγωγή του ν. από τα νεκτάρια των …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»